- εΰσσωτρος
- ἐΰσσωτρος, -ον (Α)βλ. εύσωτρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εύσωτρος — εὔσωτρος, ον και επικ. τύπος ἐϋσσωτρος, ον (Α) (για άμαξα) αυτός που έχει καλά σώτρα, τροχούς σε καλή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώτρον «κυκλικό, περιφερειακό τμήμα τού τροχού» (< σεύομαι «ορμώ»)] … Dictionary of Greek